πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο … Dictionary of Greek
Γρηγοριανό πανεπιστήμιο — Πανεπιστήμιο στη Ρώμη που διευθύνεται από τάγμα των ιησουιτών. Ιδρύθηκε το 1552 από τον Ιγνάτιο Λογιόλα υπό την ονομασία Pontificia Universita Gregoriana και ανακαινίστηκε από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ το 1582. Το 1876 ο πάπας Πίος Θ’ προσέθεσε σχολή … Dictionary of Greek
Μακεδονίας, Πανεπιστήμιο — (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών). Το δεύτερο και νεότερο (σε σχέση με το Αριστοτέλειο) πανεπιστημιακό ίδρυμα της Θεσσαλονίκης. Λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση.… … Dictionary of Greek
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα με έδρα την Αθήνα. Μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, δημιουργήθηκε η ανάγκη για την ίδρυση πανεπιστημίου, προκειμένου να στελεχωθεί η χώρα με επιστήμονες. Το 1835 ιδρύθηκε διδασκαλείο για να… … Dictionary of Greek
Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και επιχορηγείται από το κράτος (η εποπτεία ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων). Η οργάνωση… … Dictionary of Greek
Θεσσαλίας, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και ενισχύεται οικονομικά από το κράτος (η εποπτεία ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων).… … Dictionary of Greek
Μαγναύρας, πανεπιστήμιο της- — Ανώτατη σχολή που ίδρυσε στο ομώνυμο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης, το 863, ο καίσαρας Βάρδας επί αυτοκρατορίας Μιχαήλ Γ’. Το πανεπιστήμιο αυτό –όπου διδάσκονταν γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, γεωμετρία και αστρονομία– διηύθυνε ο μεγάλος σοφός … Dictionary of Greek
Αιγαίου, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Έχει πλήρη αυτοδιοίκηση, εποπτεύεται από το κράτος (η εποπτεία ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) και ενισχύεται οικονομικά από… … Dictionary of Greek
Ιωαννίνων, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται από το κράτος (η εποπτεία ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων). Ως ανεξάρτητο ΑΕΙ ιδρύθηκε το … Dictionary of Greek
Κύπρου, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Ιδρύθηκε το 1989, ενώ δέχθηκε τους πρώτους φοιτητές το 1992. Έχει βασικούς στόχους την «προαγωγή της επιστήμης και της γνώσης… … Dictionary of Greek